προσκαταριθμώ

προσκαταριθμώ
-έω, Α [καταριθμῶ]
συγκαταριθμῶ, συγκαταλέγω επιπροσθέτως («τὴν ἀνθύπατον ἀρχήν... προσκατηρίθμησεν ταῑς ὑπατείαις», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”